σύριχος

σύριχος
σύριχος
Grammatical information: m.
Meaning: `basket' (Alex.). Also συρίσκος ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, εἰς ο σῦκα ἐμβάλλουσι. τινες δε ὑρίσκον H.
Other forms: Here also ὕριχος (Porson; cod. -ισός Ar. Fr. 569, 5), ὕρισχος and βρίσχος (Phryn. PS), σύρισσος (Poll.), ὑρίσσος (H.), -ός (Theognost.); also ὑρρίς σπυρίς (Zonar.); cf. ὑρίσιδα (for ὑρίς, -ίδα?) σπυρίδιον, σπυρίς H.; ὑρράδα (cod. ὕρρ-) σπυρίδιον (Theognost.), ὕρραχα πρίσχη H. (cf. βρίσχος in Phryn.). With other anlaut: ἄρριχος (s. v.) and ἀρίσκος κόφινος H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The suffixes -ιχος and -ίσχος both show the popular character of the above words, which have clearly never reached the stabilising level of the literary language; (of course there may also be mistakes in the tradition). Etymol. unclear. Analytical attempt by Güntert Reimwortbild. 143; cf. also ῥίσκος and the lit. on ἄρριχος; further Hiersche Ten. aspiratae 22 f. w. further details and hypotheses. Furnée 135, 241, 392, 300
Page in Frisk: 2,822

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σύριχος — και ὑριχός και ὕρισχος, ὁ, Α συρίσκος (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. τού καθημερινού λεξιλογίου όπως φανερώνει η ποικιλία μορφών που παρουσιάζουν οι συγγενείς τ. (πρβλ. συρίσκος, σύρισσος, ὑρρίς, ὕρον), καθώς και η εναλλαγή τών… …   Dictionary of Greek

  • συρίχοις — σύριχος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύρον — Α (κατά τον Ησύχ.) «σμῆνος μελισσῶν Κρῆτες». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται πιθ. στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *swer «βουίζω» (βλ. λ. ὕραξ). Κατ άλλη άποψη, η λ. ὕρον συνδέεται με τη λ. σύριχος (για την απουσία τού αρκτικού σ , βλ. λ. σύριχος) και …   Dictionary of Greek

  • σύρισσος — και ὑρίσσος και ὑρισσός, ὁ, Α πλεκτός κάλαθος, συρίσκος (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σύριχος, με επίθημα με διπλό σσ (για την ποικιλία τών τ. βλ. λ. σύριχος)] …   Dictionary of Greek

  • υρρίς — ίδος, ἡ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «σπυρίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. σύριχος (για τη μορφή τής λ. και για απόψεις σχετικά με την ετυμολογία της βλ. λ. σύριχος)] …   Dictionary of Greek

  • ύρραδα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπυρίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. σύριχος (για τη μορφή τής λ. και για απόψεις σχετικά με την ετυμολ. της βλ. λ. σύριχος)] …   Dictionary of Greek

  • συρίσκος — και ὑρίσκος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῑόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσι τινὲς δὲ ὑρίσκον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύριχος] …   Dictionary of Greek

  • υρίσιδα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπυρίδιον, σπυρίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. σύριχος βλ. λ. και πιθ. πρέπει να αναγνωσθεί ως ὑρίς, ίδα …   Dictionary of Greek

  • υριχός — ὁ, Α βλ. σύριχος …   Dictionary of Greek

  • ύρισχος — ὁ, Α βλ. σύριχος …   Dictionary of Greek

  • ύρραχα — Α (κατά τον Ησύχ.) «πρίσχη». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θα μπορούσε ίσως να συνδεθεί με τη λ. σύριχος*, είναι όμως πιθανόν ότι είναι εσφαλμένος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”